- επανεξετάζω
- επανεξέτασα, επανεξετάστηκα, επανεξετασμένος, μτβ., εξετάζω πάλι κάτι, κάνω νέα εξέτασή του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αναθεωρώ — ( έω) (Α ἀναθεωρῶ) εξετάζω εκ νέου, επανεξετάζω, ελέγχω με ακρίβεια νεοελλ. τροποποιώ, ανασκευάζω ριζικά τις ιδέες, τις θεωρίες ή τις αποφάσεις μου αρχ. εξετάζω, παρατηρώ προσεκτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θεωρῶ. ΠΑΡ. αναθεώρηση ( ις) νεοελλ.… … Dictionary of Greek
αναμελετώ — ( άω) (Α ἀναμελετῶ) μελετώ εκ νέου ή συνεχώς, επανεξετάζω νεοελλ. αναθυμούμαι, στοχάζομαι … Dictionary of Greek
ανασκέπτομαι — ἀνασκέπτομαι (Α) ανασκοπώ, επανεξετάζω … Dictionary of Greek
ανασκοπώ — (Α ἀνασκοπῶ, έω) [σκοπώ] νεοελλ. ξανασκέπτομαι, επανεξετάζω με συντομία αρχ. παρατηρώ με προσοχή, εξετάζω, αναλογίζομαι … Dictionary of Greek
ανασυζητώ — ξανασυζητώ, επανεξετάζω … Dictionary of Greek
επιδιαγινώσκω — ἐπιδιαγινώσκω (Α) επανεξετάζω … Dictionary of Greek
μεταβασανίζω — και ματαβασανίζω (Α μεταβασανίζω) νεοελλ. υποβάλλω κάποιον σε νέα βάσανα, ξαναβασανίζω αρχ. ελέγχω κάτι εκ νέου, επανεξετάζω λεπτομερώς … Dictionary of Greek
μεταπροβάλλω — και ματαπροβάλλω (Μ) 1. ξαναπροβάλλω, εμφανίζομαι πάλι 2. ανακινώ, επανεξετάζω ένα θέμα … Dictionary of Greek
μετασκοπώ — μετασκοπῶ, έω (Μ) σκέφτομαι ή εξετάζω πάλι, επανεξετάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + σκοπῶ «σκέφτομαι, εξετάζω» (< σκόπος)] … Dictionary of Greek
ξανακρίνω — (Μ ξανακρίνω) 1. δικάζω πάλι 2. επανεξετάζω, αναθεωρώ μσν. (για νόμο) ρυθμίζω σε άλλη παράγραφο, προβλέπω σε άλλο σημείο … Dictionary of Greek